σπηλάδιον

σπηλάδιον
σπηλάδιον [ᾱ], τό, Dim. of σπήλαιον, Theopomp.Com.46 (leg. [suff] σπευς-ᾴδιον).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σπηλάδιον — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπηλάδιον — τὸ, Α μικρή σπηλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπήλαιον + υποκορ. κατάλ. άδιον (πρβλ. σειρ άδιον). Ο τ. έχει γραφτεί σπηλάδιον (αντί τού αναμενόμενου σπηλᾴδιον) αναλογικά προς τα υποκορ. σε άδιον] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”